ουσιαστικοποιώ

ουσιαστικοποιώ
φρ. «ουσιαστικοποιημένος τύπος» — τύπος μετοχής, απαρεμφάτου, επιθέτου ή αντωνυμίας που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικό + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”